- κοπτικῶς
- κοπτικόςmurderousadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπτικός — (I) ή, ό (ΑM κοπτικός, ή, όν) [κόπτω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην κοπή ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η κοπτική η τέχνη τής κοπής υφασμάτων ή υποδημάτων … Dictionary of Greek